Τάξη: Asterales
Οικογένεια:
Asteraceae
Γένος / Είδος:
Cichorium
intybus
Κοινές ονομασίες:
Αροδίκι, Γιαλοράδικο, Παπαδουλιό,
Πικραλίδα, Πικρομάρουλο, Πίκρα, Παπαδούλιά.
Μελισσοκομικό φυτό που ανθίζει από Ιούλιο μέχρι
Σεπτέμβριο. Δίνει γύρη χρώματος μπεζ και νέκταρ.
Η ιδιαιτερότητα του είναι: ότι τα άνθη του ανοίγουν
το πρωί και κλείνουν το μεσημέρι.
Πρωί |
Αρχίζει να κλείνει |
12 το μεσημέρι |
Απόγευμα |
Αργά το απόγευμα |
Είναι φυτό ποώδες και πολύχρονο. Το ύψος του φτάνει
το ένα μέτρο. Φυτρώνει σε μέτριας γονιμότητας εδάφη, ξερικά ή υγρά με καλή
αποστράγγιση. Το βρίσκουμε κατά μήκος
των δρόμων, σε χέρσους και πετρώδεις αγρούς. Απαντάται σε όλη την Ελλάδα, σε
πεδινές και ημιορεινές περιοχές.
Τα φύλλα του στελέχους είναι λίγα, λογχοειδή, με
οδοντωτή περιφέρεια.
Βλαστός όρθιος, πολύκλαδος, σκληρός και κούφιος .
Η Ρίζα
ατρακτοειδής, κάθετη και βαθιά.
Τα άνθη κυανά και σπάνια λευκά ή μωβ. Η απόχρωση των πετάλων εξαρτάται από την οξύτητα του εδάφους.
Ο καρπός είναι αχαίνιο, με τραχειά επιφάνεια και σχήμα
κυλινδρικό έως ελαφρά κωνικό, με χρώμα ανοιχτό έως σκούρο καστανό.
Ο χυμός του είναι γαλακτώδης και πικρός .
Το φυτό έχει φαρμακευτική και μαγειρική χρήση.
Στο ίδιο είδος ανήκουν επίσης και τα:
Α.
Cichorium spinosum (Κιχώριον το
ακανθώδες).
Ακανθώδες και πολυετές. Φύεται συνήθως στα παράλια,
ιδιότητα που του έδωσε και την κοινή ονομασία «Ραδίκι της θάλασσας». Άλλες ονομασίες
του είναι και: Σταμνάγκαθο, Ραδικοστοιβάδα (στην Κρήτη). Οι τρυφεροί βλαστοί
του χρησιμοποιούνται στη μαγειρική.
Β. Cichorium divaricatum ή pumilum (
Κιχώριον το εντενές ).
Πόα ετήσια, πρόκειται για το γνωστό μας Ραδίκι, Ραδίκι άγριο ή Πικραλίδα· Συναντάται
παντού στην Ελλάδα και καλλιεργείται ευρέως.
Ο Γεννάδιος αναφέρει για το Cichorium
intybus :
« Κιχώριον το
εντετμημένον (Cichorium intybus), πολυετές, λαχανευόμενον, απαντών ιδίως εν
Θεσσαλία, κοινότατον πολλαχού της λοιπής Ευρώπης (γαλλιστί Chicorée sauvage,
αγγλιστί Chicory, τουρκιστί Χιντιπά), κοινώς δε γνωστόν υπό τα ονόματα Ραδίκι,
Πικραλίδα, Πίκρα, Πικρομάρουλο, Παπαδουλιά
(εν Λήμνω) και ενιαχού Κιχώρι. Καλλιεργείται πολλαχού εκτενώς ιδίως διά
τας ρίζας του, αι οποίαι είναι φαρμακευτικαί (φρμ. Κιχωρίου ρίζα, Radix
Cichorii) και χρησιμοποιούνται κατά μεγάλα ποσά προς νόθευσιν ή αντικατάστασιν
του καφέ (γαλλιστί Café de chicorée), ιδίως εν Γαλλία, Βελγίω, Ολλανδία,
Γερμανία και Αυστρία. Το φυτόν τούτο καλλιεργείται και ως λαχανικόν υπό πολλάς
δε διαφοράς [= εννοεί παραλλαγές· έτσι και παρακάτω] (γαλλιστί Chicorée sauvage
à grosse racine, Chicorée à grosse racine de Bruxelles, Chicorée sauvage
ameliorée, Chicorée sauvage ameliorée panachée, Chicorée sauvage ameliorée
frisée και άλλα). «Βιαζομένης τον χειμώνα της βλαστήσεώς του υπό σκιάν,
επιτυγχάνεται το λίαν εκτιμώμενον λαχανικόν Barbe du capuchin». Τέταρτον είδος,
απαντών μόνον καλλιεργούμενον υπό πλείστας διαφοράς, είναι το Κιχώριον το
Αντίδιον ή Εντύβιον (Cichorium endivia), είδος ετήσιον ή διετές. Είναι δε το
Αντίδιον από πολλού γνωστόν και καλλιεργείται ως λαχανικόν εις πάσας τας
παραμεσογείους χώρας. Απασών των διαφορών του τα φύλλα είναι ούλα [=
κατσαρωτά], αλλά των μεν ακέραια (αι γαλλιστί Scarioles), των δε πολυσχιδή (αι
γαλλιστί Endives)· εκ των εχουσών πολυσχιδή φύλλα είναι και η παρ’ ημίν συνήθως
καλλιεργουμένη διαφορά η γνωστή υπό το όνομα Αντίδι, εν δε τη Κύπρω Σαλάτα.»
Ιστορικά στοιχεία και άλλα σχετικά μπορείτε να δείτε στη
διεύθυνση
Το άρθρο 51 του κώδικα τροφίμων και ποτών αναφέρεται "Εκχυλίσματα καφέ και εκχυλίσματα κιχωρίου"
Για την παρασκευή
καφέ από κιχώριον δείτε στη διεύθυνση
Πολύ καλό
ΑπάντησηΔιαγραφή